Ήταν πριν από 132 χρόνια όταν τιμήθηκε για πρώτη φορά η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα.
Ήταν πριν από 132 χρόνια όταν τιμήθηκε για πρώτη φορά η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα. Από τότε έχει συνδεθεί με την ιστορία της χώρας και με τους αγώνες της, όχι μόνο για την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων αλλά και της ίδιας της ελευθερίας και της αποτίναξης του ξένου ζυγού.
Εκείνος ο πρώτος εορτασμός πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1893 με πρωτοβουλία του Σταύρου Καλλέργη, επικεφαλής του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου. Ανάμεσα στα αιτήματα των διαδηλωτών ήταν η καθιέρωση του 8ωρου, αλλά και της Κυριακής σε μέρα αργίας, καθώς και η απονομή σύνταξης στα θύματα των εργατικών ατυχημάτων.
Ακόμη και εκείνος ο πρώτος εορτασμός ήταν επεισοδιακός. Ο Καλλέργης επέδωσε ψήφισμα στη Βουλή, αλλά η κωλυσιεργία του προέδρου του Σώματος να το αναγνώσει προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία του με αποτέλεσμα, αφού οι στρατιώτες της φρουράς τον χτύπησαν με τα κοντάκια τους, να συλληφθεί για διατάραξη της συνεδρίασης και να φυλακιστεί για δέκα μέρες στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα.
Η Εργατική Πρωτομαγιά γιορτάστηκε σχεδόν κάθε χρόνο τα χρόνια που ακολούθησαν. Το 1936 «πνίγηκε» στο αίμα, όταν στις κινητοποιήσεις των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη έχασαν τη ζωή τους δώδεκα άνθρωποι από την επέμβαση των δυνάμεων της τάξης. Ο θρήνος μιας μητέρας για τον νεκρό της γιο, τον 25χρονο Τάσο Τούση, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο για τη συγγραφή του ποιητικού του έργου «Ο Επιτάφιος».
Οκτώ χρόνια αργότερα, η Πρωτομαγιά θα συνδεόταν με ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ναζιστικής θηριωδίας. Στις 27 Απριλίου του 1944 αντάρτες της ΕΛΑΣ θα στήσουν ενέδρα στον δρόμο Μολάων – Σπάρτης, στη Λακωνία, και θα σκοτώσουν τον γερμανό στρατιωτικό διοικητή της Πελοποννήσου, στρατηγό Φραντς Κρεχ, και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Σε αντίποινα, οι ναζί αποφάσισαν «την εκτέλεση 200 κομουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης».
(Eurokinissi)
Παρά τις προσπάθειες των ανταρτών, αλλά και του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού, οι 200 θα εκτελεστούν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την 1η Μαΐου του 1944, ενώ οι εκτελεσθέντες στη Λακωνία ξεπέρασαν τους εκατό.
Στα ταραγμένα μεταπολεμικά χρόνια η πρώτη ανοικτή συγκέντρωση θα πραγματοποιηθεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα οι πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις πραγματοποιούνται κυρίως σε κλειστούς χώρους λόγω των περιορισμών που επιβάλλονται στις δημόσιες συναθροίσεις.
Την Πρωτομαγιά του 1967 δεν πραγματοποιείται καμία εκδήλωση καθώς λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 21 Απριλίου, έχει επιβληθεί η χούντα των συνταγματαρχών. Από το επόμενο έτος, το δικτατορικό καθεστώς καθιερώνει την Πρωτομαγιά ως αργία.
Η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση της Μεταπολίτευσης, το 1975, πραγματοποιείται στην πλατεία Κοτζιά και χαρακτηρίζεται από μαζικότητα. Από τον επόμενο χρόνο η συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς θα φιλοξενείται στο Πεδίο του Άρεως μπροστά από το κτίριο της ΓΣΕΕ.
Μαρτυρίες ανώνυμων και επώνυμων προσώπων για όσα βίωσαν τις πρώτες ώρες της Χούντας της 21ης Απριλίου 1967
Ξημέρωνε Παρασκευή, 21η Απριλίου 1967. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Ελλάδας βρίσκονται στα κρεβάτια τους. Σε λίγο θα πιαστούν κυριολεκτικά στον ύπνο. Ισχυρές δυνάμεις του ελληνικού στρατού, καθοδηγούμενες από μια ολιγομελή ομάδα συνταγματαρχών και με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο πραγματοποιούν πραξικόπημα. Από το ραδιόφωνο, ύστερα από αλλεπάλληλα εμβατήρια, ανακοινώνεται ότι καταργούνται μια σειρά από άρθρα του Συντάγματος, που προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα.
Μέσα από τις μαρτυρίες απλών πολιτών αλλά και ανθρώπων που απασχολούσαν, τότε, την πολιτική ζωή της χώρας, ζωντανεύουν οι πρώτες εκείνες δραματικές ώρες της Χούντας των Συνταγματαρχών, που θα έβαζε τη χώρα στον «γύψο» για τα επόμενα επτά χρόνια.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 25ης Απριλίου 1999 δημοσιεύει τη μαρτυρία του Αλέξανδρου Γεωργίου, 7 χρονών την ημέρα του πραξικοπήματος.
«Ήταν επτά παρά τέταρτο και βρισκόμουν στη γωνία των οδών Νικοσθένους και Ευτυχίδου, στο Παγκράτι, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό μου και την μητέρα μας.
»Θα προτιμούσαμε να μη βρισκόμασταν εκεί, πρώτον επειδή ακόμη νυστάζαμε, έπειτα φορούσαμε εκείνες τις γαλάζιες ποδιές (ήταν υποχρεωτικές τότε) με λευκό γιακαδάκι και την απαραίτητη ζώνη. (…)
»Περιμέναμε το σχολικό που θα μας πήγαινε στη Λεόντειο. Ήταν μια απριλιάτικη ημέρα, με πολλή ζέστη και υγρασία. (…) [Το σχολικό] είχε καθυστερήσει και η μητέρα μας άρχισε να δείχνει σημεία νευρικότητας. Περιέργως, στον δρόμο δεν είχε εμφανισθεί, ούτε αυτοκίνητο ούτε τρόλεϊ. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή…
»Ξαφνικά, μέσα από τους ατμούς της υγρασίας ακούσαμε πρώτα τον δυνατό θόρυβο μιας μηχανής, ανακατεμένο με μια κλαγγή μετάλλων. Έπειτα (…) είδαμε να ξεπροβάλει ένα άρμα μάχης.
»Ήταν, νομίζω, ένα Μ-48 – τεράστιο και αληθινό…Τη μητέρα μας την πήραν τα δάκρυα. Νόμιζε ότι γινόταν πόλεμος και θυμάμαι ότι είπε κάτι – ακατάληπτο σε εμάς – για το Κυπριακό.
»Εγώ όμως ήμουν ξεδιάντροπα πανευτυχής, μαγεμένος που έβλεπα για πρώτη φορά από κοντά ένα αληθινό “τανκ”. Oύτε λόγος φυσικά για σχολείο εκείνη την ημέρα. Φοβούμενη το χειρότερο, η μητέρα μας αποφάσισε να πάμε στο σπίτι της γιαγιάς μας, που ήταν πιο κοντά από το δικό μας.
»Εκεί περάσαμε την υπόλοιπη ημέρα απορροφημένοι από το παιχνίδι. Εντελώς αδιάφορη υπόκρουση, στο βάθος, τα εμβατήρια του ραδιοφώνου και η φορτισμένη συγκινησιακά συζήτηση των δύο γυναικών.
»Στο σπίτι μας επιστρέψαμε την επομένη. Τις επόμενες ημέρες ένιωθα (ντρέπομαι που το λέω) ελεύθερος. Όχι μόνο επειδή δεν πηγαίναμε στο σχολείο, αλλά επίσης γιατί κανένας δεν καθόταν να ασχοληθεί για πολύ μαζί μας.
Το έμβλημα της Χούντας των Συνταγματαρχών
Δεξιός ή αριστερός
»Κάτι άλλο σοβαρότερο απασχολούσε τους μεγάλους στο σπίτι, από το οποίο εμάς μας κρατούσαν απέξω. Μας άγγιξε μόνο για μερικά λεπτά, όταν μας κάλεσε ο πατέρας μας για να μας πει με απόλυτη σοβαρότητα:
“Όποιος σας ρωτήσει αν ο πατέρας σας είναι δεξιός ή αριστερός, όποιος και αν είναι, εσείς θα πείτε δεξιός»
»Ο αδερφός μου τον ρώτησε τι είναι δεξιός και τι αριστερός. “Θα σου πω άλλη φορά”, απάντησε, “εγώ πάντως είμαι δεξιός”. Χρειάστηκε να περάσουν επτά χρόνια για να μάθω τελικά την απάντηση…».
Τον Σεπτέμβριο του 1974, λίγες εβδομάδες μετά την πτώση της Δικτατορίας, «ΤΟ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει αποσπάσματα του βιβλίου «Απόδραση από την Αμοργό», του Γεώργιου Αλ. Μυλωνά, που είχε διατελέσει υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως και υφυπουργός Εθνικής Παιδείας επί πρωθυπουργίας Γεώργιου Παπανδρέου και αμέσως μετά την πτώση της Χούντας ανέλαβε υπουργός Μεταφορών στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
«Η όμορφη ανοιξιάτικη νύκτας της 20ης Απριλίου ήταν ήσυχη. Κατά τις 4.30’ το πρωί ή λίγο αργότερα με ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου δίπλα στο κρεβάτι μου.
»Ήταν κάποιος δημοσιογράφος από “Το Βήμα”, εφημερίδας των Αθηνών, που υποστήριζε το Κόμμα μας (σ.σ. την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου), που μου μετέδιδε την είδηση πως το κτίριο της εφημερίδας είχε περικυκλωθή από στρατιωτικά τμήματα και άρματα μάχης και πώς προφανώς επρόκειτο για πραξικόπημα των στρατιωτικών.
»Και πρόσθεσε: “Στρατιώτες ανεβαίνουν τις σκάλες και κατευθύνονται προς το γραφείο μου τώρα. Κλείνω”.
»Προσπάθησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς με μερικά άλλα πρόσωπα, αλλά σε λίγο το τηλέφωνό μου δεν λειτουργούσε. Είχε κοπή το ίδιο όπως και όλα τα τηλέφωνα στην Αθήνα για να αποτραπούν οποιεσδήποτε επαφές μεταξύ των δυνάμεων, που θα μπορούσαν να αντισταθούν στο πραξικόπημα. (…)
»Δεν αμφέβαλα καθόλου ως προς την προέλευση του πραξικοπήματος. Προερχόταν προφανώς από την Δεξιά αλλά δεν ήμουν καθόλου βέβαιος από ποια παράταξή της. (…)
»Κατά τις 6.00 το πρωί έβαλα το ραδιόφωνο. Δεν μεταδινόταν τίποτε άλλο από στρατιωτική μουσική. ‘Επειτα από λίγο ακούσθηκε μια φωνή να ανακοινώνη ότι είχε κηρυχθή στρατιωτικός νόμος σε όλη τη χώρα, πως όλα τα άρθρα του Συντάγματος, τα σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου, τις πολιτικές ελευθερίες, τις εκλογές κλπ, αναστέλλονταν και ότι σχετικό διάταγμα είχε υπογραφή από τον βασιλέα και την κυβέρνηση.
»Αργότερα αποδείχθηκε πως το διάταγμα είχε υπογραφή από μια ομάδα συνταγματαρχών του στρατού που αποκαλούσαν τον εαυτό τους “κυβέρνηση” και ότι δεν είχε ποτέ προσυπογραφή από τον βασιλέα.
»Η κήρυξη στρατιωτικού νόμου ήταν μια πράξη καθαρά δικτατορική που έγινε από μια στρατιωτική χούντα και απέβλεπε κυρίως στην αποτροπή της διεξαγωγής των εκλογών.
Το αυτοκίνητο του Βασιλιά
»Κατά τις 7.00 το πρωί βγήκαμε έξω. Τα πάντα φαίνονταν ήσυχα στο προάστιο του Ψυχικού, οπού ζούσαμε. Μιλήσαμε με τους γείτονες. Κανένας δεν φαινόταν να γνωρίζη τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι τανκς κατέλαβαν τον κέντρο της Αθήνας και ότι είχε κηρυχθή δικτατορία.
(…)
»Λίγο αργότερα, καθώς ήμουν στον κήπο και μιλούσα με τους γείτονες από την άλλη μεριά του τοίχου, είδα να περνά το αυτοκίνητο του βασιλέως. Ωδηγούσε ο ίδιος, αλλά υπήρχαν και πέντε αξιωματικοί μαζί του, δύο μπρος και τρεις πίσω.
»Δεν ανεγνώρισα κανένα απ’ αυτούς. Ο βασιλιάς φαινόταν να κατευθύνεται προς το σπίτι της μητέρας του βασίλισσας Φρειδερίκης, που βρισκόταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου. Η εικόνα ήταν παράξενη: έδινε την εντύπωση πως ο άνθρωπος αυτός είχε απαχθή. Δεν με είδε. Φαινόταν όμως πολύ ωχρός και το πρόσωπό του είχε καλυφθή από κατήφεια.
Στο σπίτι των Παπανδρέου
»Λίγο αργότερα πήγα στο σπίτι του Ανδρέα Παπανδρέου περπατώντας κάπου χίλια μέτρα. Είδα την τζαμαρία της εισόδου σπασμένη. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ανήσυχος, και χτύπησα το κουδούνι. Η Αμερικανίδα σύζυγός του Μάργκαρετ άνοιξε την πόρτα.
»Ήταν έκδηλα πολύ συγχυσμένη και μου αφηγήθηκε, τα όσα έγιναν εκείνη τη νύκτα».
Τριάντα εννέα χρόνια αργότερα, το 2006, η Μαργαρίτα Παπανδρέου αφηγήθηκε στο «ΒΗΜΑ» και τον Αλέξη Παπαχελά, όσα είχαν συμβεί.
Μαργαρίτα Παπανδρέου
«Ήταν περίπου 2.30 το πρωί. Ο Ανδρέας και εγώ κοιμόμασταν, όπως επίσης και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, τα τέσσερα παιδιά μας, η μητέρα του Ανδρέα, η μητέρα μου και ο πατέρας μου, που είχαν έρθει από τις ΗΠΑ για επίσκεψη.
»Ξαφνικά ξυπνήσαμε από τον ήχο ενός πυροβολισμού έξω από το σπίτι και τον ήχο ενός τζαμιού που σπάει στην εξώπορτα. Την ίδια στιγμή ο Μανώλης, ο φρουρός του Ανδρέα που έμενε στο χολ στο κάτω πάτωμα εκείνο το βράδυ, άρχισε να βαράει την πόρτα μας φωνάζοντας ότι στην πόρτα βρίσκονταν άνθρωποι με όπλα.
Πανικός
»Τον θυμάμαι να φωνάζει: “Κύριες υπουργέ, τι να κάνω, τι να κάνω;”. Την ίδια στιγμή ο Γιώργος ήρθε τρέχοντας στο δωμάτιό μας και οι τρεις μας ανεβήκαμε τα σκαλιά για το τρίτο πάτωμα, όπου βρισκόταν το γραφείο του Ανδρέα.
»Τα δύο άλλα αγόρια μας, ο Νίκος και ο Ανδρέας, κοιμούνταν στο γραφείο καθώς οι γονείς μου είχαν πάρει την κρεβατοκάμαρά τους. Ακόμη θυμάμαι τα αναστατωμένα, τρομαγμένα πρόσωπά τους καθώς ενστικτωδώς σήκωσα το τηλέφωνο για να πάρω τον πατέρα του. Ο Ανδρέας έβγαλε ένα όπλο από το συρτάρι του γραφείου του.
»Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν ο Καραμπόλης, ο φρουρός του προέδρου, ο οποίος μου είπε, όταν του ζήτησα με κομμένη την ανάσα “να μου δώσει τον πρόεδρο”: “Ήρθαν και τον πήραν”.
(…)
»Εν τω μεταξύ ήξερα ότι σύντομα η συμμορία κάτω θα κατάφερνε να σπάσει την πόρτα και να ορμήσει στο σπίτι. Είπα στον Ανδρέα ότι το καλύτερο θα ήταν να πάω κάτω και να τους αντιμετωπίσω, να τους προκαλέσω κάποιον αντιπερισπασμό ώστε να έχει μια ευκαιρία να φύγει.
»Πώς ακριβώς θα κατάφερνε να διαφύγει από τον τρίο όροφο δεν τον ήξερα. Καθώς έφευγα ο Ανδρέας και ο Γιώργος άρχισαν να πηγαίνουν προς μία πόρτα με κλειστά παραθυρόφυλλα που οδηγούσε στην βεράντα.
»Άκουσα τον Ανδρέα να λέει στον Νίκο να κλειδώσει την πόρτα πίσω του. Έφτασα στο χολ του δευτέρου ορόφου την ίδια ώρα που κάποιοι άνδρες που φώναζαν ανέβαιναν τα σκαλιά από το πρώτο πάτωμα. (…)
Αναζητώντας τον Ανδρέα
»Η πρώτη ερώτησή τους ήταν: “Πού είναι ο υπουργός;”. (…) “Στο σπίτι του πατέρα του”. Αυτό βέβαια δεν φαινόταν ιδιαίτερα πιθανόν στις 2.30 το πρωί, οπότε ο επικεφαλής των εισβολέων έδωσε τη διαταγή να ψάξουν το σπίτι.
»Οι δύο άνδρες που ανέβηκαν τα σκαλιά προς το γραφείο επέστρεψαν σύντομα και ανέφεραν ότι βρήκαν μόνο δύο παιδιά στο πάνω πάτωμα. Ένιωσα υπέροχα. Ο Ανδρέας είχε κάπως καταφέρει να φύγει. (…)
»Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι ότι ο Γιώργος τον είχε βοηθήσει να ανεβεί στην οροφή του γραφείου, έναν επίπεδο χώρο όπου μπορούσε να ξαπλώσει χωρίς να τον δουν.
»Δεν είχαν βρει ούτε καν την πόρτα για τη βεράντα στην πρώτη τους εξόρμηση και ήταν μόνο όταν ο πραξικοπηματίας λοχαγός διέταξε να χτενίσουν το σπίτι που την ανακάλυψαν. (…)
Ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1968
»Αυτή τη φορά είδαν την πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα, την έσπασαν με μια κλωτσιά και βγήκαν έξω. Εκεί βρήκαν τον Γιώργο καθώς, μολονότι είχε βοηθήσει τον πατέρα του να σκαρφαλώσει πάνω στην οροφή, δεν μπορούσε να ανέβει μόνος του εκεί πάνω ούτε μπορούσε ο πατέρας του να τον βοηθήσει. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο γραφείο γιατί η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
»Όταν οι τύποι τον είδαν να κουρνιάζει στη γωνία, ένας από αυτούς έβαλε το όπλο στο κεφάλι του και τον διέταξε να του πει πού είναι ο πατέρας του. Άκουσα τον Γιώργο να λέει “δεν ξέρω”. Tην ίδια στιγμή ο Ανδρέας, που ήταν κρυμμένος πάνω, άκουσε την απειλή, σηκώθηκε όρθιος και είπε: “Σταματήστε, κατεβαίνω”.
»Θυμάμαι το θέαμα. Ο Ανδρέας φαινόταν σαν γίγαντας που φορούσε λευκά εσώρουχα. Φοβόμουν ότι θα τον πυροβολήσουν. Του φώναξα “πήδα, Ανδρέα!” και το έκανε, προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά μου και κόπηκε στο γόνατο. Ήταν τυχερός που δεν έσπασε κάποιο κόκαλο.
»Ήταν πολύ ψηλά. Τον σήκωσαν, τον έσπρωξαν με τα όπλα τους και άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω. Τους είπε ότι ήθελε να φορέσει το παντελόνι του και τον άφησαν να μπει στο υπνοδωμάτιο για αυτόν τον λόγο.
»Ήμουν εκεί μαζί τους, με τους στρατιώτες να με σπρώχνουν συνεχώς. Δεν του επέτρεψαν να φορέσει τα παπούτσια του, έτσι τα πήρα μαζί μου και τους ακολούθησα. Ήταν ήδη στην εξώπορτα. Τα έδωσα στον τελευταίο στρατιώτη και είπα: “Να του τα δώσεις”.
Γιώργος Ρωμαίος
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Ρωμαίος, που διετέλεσε και διευθυντής του «ΒΗΜΑΤΟΣ» ήταν τα ξημερώματα της 20ης προς 21η Απριλίου στα γραφεία της εφημερίδας.
Γράφει στο φύλλο της 21ης Απριλίου 2002:
«Ενώ όλοι εγνώριζαν τη νύκτα της 20ης προς την 21η Απριλίου “πιάστηκαν στον ύπνο”. Θυμάμαι ότι με την εμφάνιση των πρώτων τεθωρακισμένων και τις πρώτες ασαφείς πληροφορίες για συλλήψεις πολιτικών επιχειρήσαμε να κάνουμε έκτακτη έκδοσή του “Βήματος”.
»Μας έμεινε…το δοκίμιο ενός τρίστηλου της τελευταίας σελίδα, διότι μας έκλεισαν τα γραφεία και απαγόρευσαν την κυκλοφορία…Από την επομένη άρχισε η εφτάχρονη περίοδος της λογοκρισίας…
»Όταν πήγα σπίτι μου διαπίστωσα ότι λειτουργούσαν το δικό μου και κάποια άλλα τηλέφωνα. “Αφύπνισα” πολλούς βουλευτές, οι οποίοι δεν είχαν αντιληφθεί τι είχε συμβεί. Δεν ξεχνώ το ξέσπασμα του Σταύρου Κωστόπουλου, όταν μίλησα μαζί του στις 4 τα ξημερώματα: “Tρελάθηκαν οι κερατάδες; Τι θέλουν οι κερατάδες;”.
»Οι συνταγματάρχες και οι προστάτες δεν είχαν τρελαθεί αλλά ο πολιτικός κόσμος “είχε πιαστεί στον ύπνο”.
Τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος
Ο Κωνσταντίνος, βασιλιάς των Ελλήνων από το 1964 ως το 1973, στα απομνημονεύματά του που δημοσιεύθηκαν από «ΤΟ ΒΗΜΑ» με τον τίτλο «Χωρίς Τίτλο» το 2015, αφηγείται όσα έζησε το πρωινό εκείνο του πραξικοπήματος:
«Κατά τις 07:30 το πρωί, λάβαμε την πληροφορία ότι οι χουντικοί κατευθύνονταν προς το Τατόι. (…) Διέταξα τους λίγους άντρες που είχα να τεθούν σε επιφυλακή διά παν ενδεχόμενο και οπισθοχωρώντας διακριτικά να φτιάξουν τη γραμμή άμυνάς μας κοντά στο σπίτι, ώστε αν χρειαστεί να δώσουμε τη μάχη όλοι μαζί από εκεί.
»Ο δε Παπαγεωργίου, από την πλευρά του, έστειλε μήνυμα για ενισχύσεις στη μονάδα της Πολεμικής Αεροπορίας που βρισκόταν στο κοντινό Κατσιμίδι. (…) Από τη μονάδα εκείνη ήρθε μία ομάδα ελαφρά οπλισμένων σμηνιτών, προς στήριξη των περίπου σαράντα ανδρών που είχα ήδη στη διάθεσή μου. Η παρουσία μιας μικρής ομάδας σμηνιτών, όσο κι αν ξάφνιασε αρχικά τους χουντικούς, δεν θα μπορούσε φυσικά να αλλάξει τις ισορροπίες.
Ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός και ο Μακαρέζος στο Τατόι
»Ήταν ξεκάθαρο ότι ήμουν αιχμάλωτος των χουντικών. Δεν μπορούσα να φύγω από το Τατόι. Δεν είχα ούτε μέσον αλλά και ούτε ασφαλή προορισμό. Ζήτησαν να μου μιλήσουν. Διέταξα τον Παπαγεωργίου να τους καθυστερήσει και να τους αφοπλίσει. Έτσι, στο αίτημά τους να εισέλθουν στα Ανάκτορα απάντησε: “Ο Βασιλεύς δεν θα σας δεχθεί”. Δεν ήθελα να θεωρούν ότι οι πόρτες των Ανακτόρων είναι γι’ αυτούς ορθάνοιχτες, ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω.
»Στη συνέχεια τους ζήτησε να παραδώσουν τα όπλα τους. Ο Παττακός παρέδωσε το πιστόλι του αμέσως. Ο Παπαδόπουλος άνοιξε την τσάντα που κρατούσε, έβγαλε το περίστροφο, το άδειασε από τις σφαίρες που είχε μέσα και αφού τις έβαλε στην τσάντα του το παρέδωσε άδειο. Ο Μακαρέζος δεν είχε όπλο. Λίγη ώρα μετά, ο Παπαγεωργίου τούς οδήγησε στη βιβλιοθήκη.
»Ήμουν οργισμένος και με έκδηλη την ψυχική μου κατάσταση άφησα τον Παπαδόπουλο να μιλήσει. Μίλησαν αυτός και ο Παττακός. Ο Μακαρέζος δεν είπε λέξη. Αν και ο Παττακός ήταν ανώτερός τους ως ταξίαρχος, από την πρώτη στιγμή μού ήταν ξεκάθαρο ότι το αφεντικό ήταν ο Παπαδόπουλος. Εγώ τον αγνοούσα εσκεμμένως κοιτάζοντας μόνο τον Παττακό ως αρχαιότερο των τριών. Επιχειρούσα να τους διαιρέσω μήπως και πάρω τον Παττακό με το μέρος μου. Απέλπιδες προσπάθειες έκανα…
»Η ειρωνεία είναι ότι η πρώτη τους κουβέντα ήταν: “Σώσαμε τη Βασιλεία και τον Βασιλέα”. Από τι και από ποιον δεν το εξήγησαν. “Και ποιος σας είπε ότι θέλω εγώ να με σώσετε;” τους ρώτησα. Ζήτησα να ελευθερωθεί ο Αρναούτης και να δω τον Μπίτσιο. Αρνήθηκαν. Συνέχισαν να μου μιλάνε, πάντα σε στάση προσοχής. Το αίτημά τους ήταν να κάνω ένα διάγγελμα, να υπογράψω μια συνταγματική κατάργηση και να ορκίσω νέα κυβέρνηση.
»Τα αρνήθηκα και τα τρία. “Είστε επίορκοι. Με την κίνησή σας αυτή υπονομεύετε τη Βασιλευομένη Δημοκρατία! Οδηγείτε την πατρίδα μας σε μεγάλες περιπέτειες! Σηκωθείτε, φύγετε από εδώ! Θέλω να δω τον αρχηγό του Στρατού!” τους είπα.
(…) Ο Σπαντιδάκης έτρεμε… σχεδόν έκλαιγε… Δεν είχε ξεκάθαρη θέση απέναντι σε όσα είχαν συμβεί. Ούτε ξεκάθαρα υπέρ δήλωνε, ούτε όμως και ξεκάθαρα κατά.
»Ζήτησα να μου ετοιμάσουν το αυτοκίνητο. Ύστερα από όσα είχαν συμβεί, το μόνο που μου απέμενε ήταν ένα: να πάω κατευθείαν στο “στόμα του λύκου”, στο Πεντάγωνο.
»Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος: όχι μόνο να με συλλάβουν εκεί μέσα οι πραξικοπηματίες, που ήταν βέβαιο ότι έλεγχαν πια τα επιτελεία, αλλά και ένας ακόμη: να δημιουργηθεί σε κάποιους η εσφαλμένη εντύπωση ότι, αφού προσερχόμουν εκεί οικειοθελώς, ίσως και να στήριζα το πραξικόπημα.
»Είχα πλήρη συνείδηση και των δύο κινδύνων. Αλλά δεν είχα και καμία άλλη ελπίδα. Δεν γινόταν αλλιώς: έπρεπε να πάω αν ήθελα να διαπιστώσω άμεσα ο ίδιος αν υπήρχαν ακόμη νομιμόφρονες δημοκρατικοί αξιωματικοί στα επιτελεία, έτοιμοι, μόλις τους το ζητούσα, να εναντιωθούν στους στασιαστές και να αποτρέψουν την επικράτησή τους. Άλλος τρόπος να το μάθω και να τους προσεγγίσω δεν υπήρχε».
Στα Ανάκτορα Ψυχικού
Στο σημείο αυτό είναι που διασταυρώνονται οι μαρτυρίες του Κωνσταντίνου και του Γεώργιου Αλ. Μυλωνά.
»Στη θέση του οδηγού κάθισα εγώ. Μαζί μου επιβιβάστηκαν ο Σπαντιδάκης, ο Προεστόπουλος και ο Βαγενάς, ο οποίος καθ’ οδόν προς το Πεντάγωνο, βλέποντας τους δρόμους γεμάτους από τανκς και αισθανόμενος έτσι ασφαλής, άρχισε να μου κάνει κανονική προπαγάνδα υπέρ της χούντας, επιμένοντας να μου εκθειάζει τους χουντικούς και να απαριθμεί τα δήθεν θετικά της κίνησής τους.
»Του ζήτησα να πάψει. Όπως απεδείχθη, όλη εκείνη την περίοδο πριν από το πραξικόπημα ήταν ο πράκτορας των χουντικών μέσα στα Ανάκτορα. Είμαι δε βέβαιος ότι είχαν τοποθετήσει ακόμη και μικρόφωνα στην οικία μου. Κάναμε μια στάση στα Ανάκτορα Ψυχικού. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι η μητέρα μου και οι αδελφές μου ήταν εντάξει. Το σπίτι της μάνας μου ήταν περικυκλωμένο από άρματα.
– Πες τους να φύγουν! είπα στον Σπαντιδάκη. Όταν εκείνος μετέφερε την εντολή μου, ο αξιωματικός τού απάντησε:
– Και ποιος είσαι, ρε, που μου δίνεις κι εντολές;
Όταν είδα να μιλάει ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός ενώπιον του Βασιλέως με τέτοιο τρόπο σε στρατηγό και μάλιστα στον αρχηγό του Στρατού, κατάλαβα ότι το παιχνίδι είχε χαθεί.
(…)
Στο Πεντάγωνο
»Τελικός προορισμός μου ήταν το Πεντάγωνο. Τη στιγμή που έμπαινα στον προαύλιο χώρο βγήκαν οι αξιωματικοί στα παράθυρα και φώναζαν: «Ζήτω ο Βασιλεύς! Ζήτω ο Βασιλεύς!». Πίστευαν ότι το κίνημα ήταν δικό μου.
»Όσους δε αξιωματικούς είχαν εναντιωθεί στο πραξικόπημα τους είχαν κλείσει στα μπουντρούμια. Ένα τάγμα αποδόσεως τιμών στεκόταν δίπλα από την είσοδο. (…) Ανέβηκα επάνω και εκεί με περίμενε η τριανδρία. Το έβλεπες στα μάτια τους: ήταν τελείως, μα τελείως παλαβοί… Ζήτησα ένα γραφείο και, αν θυμάμαι καλά, μου έδωσαν το γραφείο του υπουργού Εθνικής Αμύνης. (…)
»Η τριανδρία ήθελε να απευθύνω διάγγελμα στον ελληνικό λαό και να σχηματίσω κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σπαντιδάκη. Αρνήθηκα. Εγώ τους έδιωχνα από το γραφείο και αυτοί ξανάμπαιναν. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε δύο λεπτά. Χάος!
»– Θέλω να δω τον πρωθυπουργό! τους φώναζα. – Δεν έχετε πρωθυπουργό! Η οργή μου είχε ξεχειλίσει…
– Σας έδωσα μία εντολή και θα την εκτελέσετε αμέσως! Δεν θα την επαναλάβω! Θέλω να δω τον πρωθυπουργό της Ελλάδος τώρα! Περάστε έξω!
Τελικά χτύπησε η πόρτα και στο γραφείο μπήκε ο Κανελλόπουλος. Τον κρατούσαν σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Ήταν έξαλλος.
– Τρεις συνταγματάρχες και δύο λοχαγοί, Μεγαλειότατε, κατέλαβαν την εξουσία. Τι σκοπεύετε να κάνετε;
– Μα γι’ αυτό ακριβώς ζήτησα να σας δω, κύριε Πρωθυπουργέ, για να με συμβουλεύσετε τι να κάνω. Θέλω τη βοήθειά σας.
– Να τους συλλάβετε όλους! Τον τράβηξα τότε από το χέρι ως το παράθυρο. – Τι βλέπετε εκεί έξω; – Στρατιώτες και άρματα…
– Απ’ όσους όμως βλέπετε εκεί έξω δεν ελέγχω ούτε έναν. Μπορείτε μήπως να μου πείτε πώς θα τους συλλάβω;
– Και τι σκέφτεστε να κάνετε, Μεγαλειότατε;
– Μάλλον πρέπει να περιμένω. Πρέπει να κερδίσω χρόνο ώστε να βρω τη δυνατότητα να ενεργήσω αποτελεσματικότερα αργότερα. Μια προσωρινή λύση θα ήταν να ορκίσω κυβέρνηση με όσο το δυνατόν λιγότερους στρατιωτικούς και περισσότερους πολίτες».
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με την κυβέρνηση της Χούντας
Κανένας πάντως χειρισμός δεν στάθηκε ικανός να ανατρέψει το σχέδιο των Χουντικών. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 είχε πετύχει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Για τα επόμενα επτά χρόνια η Δημοκρατία θα ποδοπατούνταν από την χουντική εξουσία.
Στις 24 Ιουλίου του 1974, όταν πια η Χούντα θα αποχωρούσε θα άφηνε πίσω της μια Ελλάδα με ανθρώπους νεκρούς, βασανισμένους, και εξόριστους και μια Κύπρο αιματοβαμμένη και διχοτομημένη.
Άκρως ρατσιστική ήταν η αντιμετώπιση που είχε η συντριπτική πλειοψηφία των περίπου 1.500.000 προσφύγων που αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας από τους Νεότουρκους του Κεμάλ Ατατούρκ το 1922.
Τέτοιες μέρες πριν από 102 χρόνια, οι γηγενείς Έλληνες θα ενοχλούνταν σφόδρα από την έλευση τόσο πολλών εκδιωχθέντων από τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου, με αποτέλεσμα οι βρισιές «τουρκόσποροι», «σκατοουγλούδες» και «παληοαούτηδες» να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη ακόμα και από τα κυβερνητικά όργανα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Βλάσης Αγτζίδης, στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης – Πλευρές της Μικρασιατικής τραγωδίας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το κύμα απέχθειας θα κορυφωνόταν, μάλιστα, το 1923, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα
225.000 πέθαναν την πρώτη περίοδο άφιξής τους λόγω των άθλιων συνθηκών
Μπορεί, πάντως, να λέμε ότι στην επικράτειά μας κατέφυγαν συνολικά εκείνη την εποχή περίπου 1.500.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία, Κιλικία, Πισιδία) και την Ανατολική Θράκη, ωστόσο σύμφωνα με έκθεση της αμερικανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης «Near East Relief» (NER) του Ιανουαρίου του 1924, από αυτούς είχαν χάσει τη ζωή τους από τις άθλιες συνθήκες ζωής κατά την πρώτη περίοδο άφιξης στην Ελλάδα περί τα 225.000 άτομα. Είναι άλλωστε γνωστή η απογραφή του 1928, η οποία θεωρείται και βάση υπολογισμού του προσφυγικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με αυτή, οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1.221.849 άτομα. Στον αριθμό αυτό, βεβαίως, συμπεριλαμβάνονται και τα παιδιά των προσφύγων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα έως τη στιγμή της απογραφής. Να σημειωθεί ότι ο γηγενής πληθυσμός ανερχόταν στα 5.000.000 άτομα περίπου.
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης» του Βλάση Αγτζίδη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Από το 1916 ήταν αρνητικό το κλίμα
Σύμφωνα με τον κ. Αγτζίδη, η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει εικόνα για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου πολύ πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Και η εικόνα αυτή ήταν αρνητική απ’ την εποχή του 1916, που από τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών και από την άλλη οι πρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του ήδη διατελέσαντα πρωθυπουργού, Δημητρίου Γούναρη, και του μετέπειτα δικτάτορα, Ιωάννη Μεταξά, οργάνωναν πογκρόμ κατά των μικρασιατών προσφύγων του πρώτου διωγμού (1914-1918), ως βενιζελικών. Σε ψήφισμα της 21ης Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στο οποίο ανήκαν περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία, αναφέρεται στο άρθρο 7 πως δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στους πρόσφυγες «να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών». Για τους φιλοβασιλικούς της εποχής επρόκειτο για «ελληνόφωνους ξενόδουλους και ξενόπληκτους πρόσφυγες»
Το αρνητικό στερεότυπο που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα θα επιβεβαιωθεί πλήρως από τον γνωστό διπλωμάτη και εκφραστή του βαλκανικού ελληνικού εθνικισμού, Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θεωρούσε ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό». Την ίδια περίοδο αρχίζει και η έλευση των προσφύγων από τον Πόντο και τον Καύκασο.
Οι πρώτες αφίξεις μετά τη σφαγή του 1922
Η ήττα του ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία τον Αύγουστο του 1922 και η έλλειψη κάθε σχεδίου σωτηρίας του άμαχου πληθυσμού οδήγησαν σε μια ανθρωπιστική τραγωδία. «Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι (σ.σ. Τούρκοι) νικητές, η οποία εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής. Η ελλαδική κοινωνία ήταν εντελώς απροετοίμαστη για μια τέτοια εξέλιξη», γράφει ο καθηγητής κ. Αγτζίδης.
Ο αμερικανός διπλωμάτης, Χένρι Μοργκεντάου, που θα αναλάμβανε πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, περιγράφοντας την Αθήνα, όπου έως τότε ζούσε μια ράθυμη ζωή, αποτυπώνει την απρόσμενη αλλαγή της καθημερινής εικόνας: «Όλα αυτά άλλαξαν μονομιάς. Οι δρόμοι πλημύρισαν νέα πρόσωπα. Ο αέρας αντηχούσε από παράξενες ελληνικές διαλέκτους. Παράξενες αγροτικές ενδυμασίες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας τραβούσαν την προσοχή του διαβάτη. Τα πεζοδρόμια ήταν κατάμεστα […] Στους γυμνούς λόφους γύρω από την Αθήνα, που ήταν τώρα ψυχροί και αφιλόξενοι, με τον χειμώνα να πλησιάζει, είχαν κατασκηνώσει δεκάδες χιλιάδες, λιγότερο τυχεροί, συνωστισμένοι σε σκηνές φτιαγμένες από λινάτσα ή σε καλύβες που είχαν κτιστεί από πεντογάλονους τενεκέδες της Στάνταρ Όιλ. Ορισμένοι που δεν μπόρεσαν να βρουν ούτε αυτά τα χονδροειδή υλικά, έσκαψαν απελπισμένοι στη γη και βρήκαν ένα πρόχειρο καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης στις σπηλιές.
»Στον Πειραιά, το επίνειο της Αθήνας, σε απόσταση έντεκα μιλίων από αυτήν, η ακτή είχε καταληφθεί από το άθλιο στρατόπεδο των άλλων προσφύγων […] Γυναίκες που τώρα περίμεναν στην ουρά επί ώρες να τους δοθεί μισή φραντζόλα ψωμί, ήταν σε θέση πριν από λίγες εβδομάδες να παραγγείλουν οποιαδήποτε λιχουδιά που μπορεί να τέρψει τον ανθρώπινο ουρανίσκο. Πολλές από αυτές έτρεμαν μέσα στα ράκη τους, ενώ μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν ντυμένες με παρισινά μοντέλα, και κουβαριάζονταν σε λασποκαλύβες, ενώ ήταν κυράδες πολυτελών μεγάρων. Τώρα βρίσκονταν όλες κάτω από το ίδιο καθεστώς, τη δημοκρατία της αθλιότητας».
Οι έντονες αντιδράσεις των ντόπιων
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης», ο αρχικός εκνευρισμός που ένιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας: «Η βρισιά “τουρκόσπορος” μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως “σκατοουγλούδες”, “παληοαούτηδες” κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα».
Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στον Βενιζέλο και βλαστήμιες: “Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στον λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους”».
Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα. Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί, δεν αντίκρισε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια».
Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ. Μια χαρακτηριστική καταγεγραμμένη προσφυγική μαρτυρία είναι η εξής: «Εδώ στην Ελλάδα […] τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα και από την Τουρκία. Εδώ μας μισούσαν ακόμα περισσότερο και χωρίς να τους κάνουμε τίποτα. Τουλάχιστον οι Τούρκοι μας μισούσαν και μας πολεμούσαν και μεις το ίδιο τους κάναμε».
Στα λοιμοκαθαρτήρια πέθαιναν κατά εκατοντάδες
Με την έναρξη της ανταλλαγής των πληθυσμών, ως απόρροια της συνθήκης της Λωζάννης, θα αρχίσει η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, στο Βίδο, γνωστό και ως «νησί του θανάτου», στην Κέρκυρα και αλλού θα επαναληφθούν οι σκηνές του 1920. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας».
Σε έκθεση της Κοινωνίας των Εθνών για την αποκατάσταση των προσφύγων αναφέρεται: «Στα λοιμοκαθαρτήρια πεθαίνουν κατά εκατοντάδες. Η δυσεντερία, ο τύφος έκαναν θραύση. Όλο τον χειμώνα του 1923 ο εξανθηματικός τύφος είχε εξαπλωθεί σε όλα σχεδόν τα λιμάνια και τις πόλεις στο εσωτερικό της Ελλάδος».
Καραντίνα στη Μακρόνησο
Η καραντίνα της Μακρονήσου είναι από τις πλέον άγνωστες σελίδες της προσφυγικής τραγωδίας στην Ελλάδα. Από τα μέσα του 1922 άρχισαν κατά χιλιάδες να αποβιβάζουν στη Μακρόνησο κυρίως πρόσφυγες από τον Πόντο, που μετά από ολιγόμηνη «περιποίηση – απολύμανση» προωθούνταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακρόνησο περιγράφει η γιατρός δρ Esther Lovejoy, πρόεδρος της Ένωσης Γυναικών Αμερικανικών Νοσοκομείων: «Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό, χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός στο πλοίο […] Κανείς δεν ξέρει τι να κάνει με αυτούς».
Ένας πόντιος πρόσφυγας «Μακρονησιώτης» αποτυπώνει σε μια επιστολή στις 4-1-1923 προς έναν γνωστό του στην Κωνσταντινούπολη τις συνθήκες που επικρατούσαν: «Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων».
Καθ’ όλη την πρώτη περίοδο εγκατάστασης η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη. Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ και το ποσοστό αυτοκτονιών. Εκτιμάται πως αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι προς μία γέννηση. Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής που εγκαθίστανται στις πόλεις κατοικούν σε ειδικούς συνοικισμούς που ανεγείρονται με φτηνά υλικά και παρέχουν στοιχειώδεις συνθήκες διαμονής.
«Προσφυγική αγέλη» τους χαρακτηρίζει ο εκδότης της Καθημερινής
Η αντιπροσφυγική στάση της συντηρητικής παράταξης θα διατηρηθεί για αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή. Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού βασιλείου. Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του εκδότη Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα Καθημερινή, ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες «προσφυγική αγέλη».
Αποκαλυπτικό της νοοτροπίας της ηγετικής τάξης των μοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα». Η εμπάθεια του Γεωργίου Βλάχου είναι τέτοια, ώστε αρνείται ακόμα και τις προσφυγικές ψήφους για το Λαϊκό Κόμμα: «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; […] Αλλά είναι Έλληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Όταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ-, τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος».
Προτείνεται να φορούν κίτρινα περιβραχιόνια για να ξεχωρίζουν
Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του Πρωινού Τύπου, στην εφημερίδα του θα απαιτήσει το 1933 να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια, για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες, ενώ ο βουλευτής Σπετσών, Περικλής Μπούμπουλης, απόγονος της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμηοί από σας». Αφορμή δόθηκε από μια συζήτηση στη Βουλή, την εποχή που η βασιλική παράταξη είχε επιστρέψει στην εξουσία.
Οι πρόσφυγες βουλευτές κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι η πολιτική της ήταν αντιπροσφυγική. Στη σχετική συζήτηση, ο βενιζελικός Ηλ. Παπαδόπουλος είπε απευθυνόμενος προς την κυβέρνηση Τσαλδάρη: «Ενεκολπώθητε τους Εβραίους και διώχνετε τους πρόσφυγας». Τότε ο αντιβενιζελικός βουλευτής Σπετσών, Περικλής Μπούμπουλης, δεν δίστασε να πει στους πρόσφυγες βουλευτές, για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης: «Είναι πιο Ρωμηοί από σας!».
Αυτονόμηση της Μακεδονίας και εκδίωξη των προσφύγων σε συνεννόηση με Τούρκους
Ακραία εκδοχή της αντιπροσφυγικής υστερίας θα αποτελέσει η φιλοβασιλική Μακεδονική Ένωση του Σ. Γκοτζαμάνη, που προέρχεται από τον χώρο του Λαϊκού Κόμματος. Η Μακεδονική Ένωση θέτει δύο στόχους: την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την εκδίωξη των προσφύγων. Στις εκλογές του 1935 θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 14,8% των ψήφων στη Μακεδονία. Ο Γκοτζαμάνης, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, είχε διακριθεί για την ακραία του αντιπροσφυγική συμπεριφορά αμέσως μετά την άφιξη των προσφύγων.
Σε μια ανταπόκριση της εποχής από τα Γιαννιτσά γράφτηκε: «Κατά το 1922 ο κ. Γκοτζαμάνης, βουλευτής τότε, συμμαχήσας με τον Τούρκον συνάδελφόν του, Χασάν μπέην, κατώρθωσε να επιτύχη την βιαίαν έξωσιν εκ του Συνοικισμού Επισκοπής διακοσίων οικογενειών Καυκασίων προσφύγων, των οποίων τας γαίας ήθελον να καταλάβουν διάφοροι Τούρκοι. Η έξωσις των ατυχών προσφύγων εγένετο κατά μήνα Δεκέμβριον, αι δε οικογένειαί των μεταφερθείσαι εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Βερτεκόπ παρέμεινον επί δίμηνον εντός των βαγονίων όπου οι περισσότεροι απέθανον εξ ασιτίας και ψύξεως».
Πυρπολήσεις των οικισμών από «αντιβενιζελικούς μπράβους»
Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνονται και περιλαμβάνουν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικισμών. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου περιγράφεται ως εξής: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει».
Αρνητική αντιμετώπιση και από βενιζελικούς
Πάντως, όσον αφορά την αντιμετώπιση των προσφύγων, υπήρξαν περιπτώσεις αρνητικής συμπεριφοράς και από βενιζελικούς. Όπως για παράδειγμα από τον βουλευτή Κοζάνης, Κουπαρούσο, ο οποίος σε ανακοίνωση τον Αύγουστο του 1924 γράφει μεταξύ άλλων ότι αν δεν συμμορφωθούν «οι πρόσφυγες, θα λάβουν την προς την Βραζιλίαν άγουσαν».
Κοινωνικές αντιδράσεις προς την εγκατάσταση των προσφύγων θα εμφανιστούν και σε βενιζελικές περιοχές, όπως στην Κρήτη. Ενώ στην πρώτη φάση άφιξης των προσφύγων θα υπάρξει ανθρωπιστική αλληλεγγύη, στη συνέχεια θα ακολουθήσουν ο φόβος και η άρνηση. Οι αιτίες εντοπίζονται στην πεποίθηση ότι θα υπήρχαν μόνιμες οικονομικές συνέπειες εις βάρος του γηγενούς πληθυσμού, αλλά και στην αίσθηση απειλής στο πολιτισμικό πεδίο. Η αντίδραση σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, θα λάβει και εκεί επιθετικά χαρακτηριστικά προς τους πρόσφυγες.